καταχρίω — καταχράω make full use of pres subj act 1st sg (epic doric ionic) καταχράω make full use of pres ind act 1st sg (epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κατάχρισις — κατάχρισις, ἡ (Α) [καταχρίω] επίχριση, επάλειψη, άλειμμα … Dictionary of Greek
κατάχρισμα — κατάχρισμα, τό (AM) [καταχρίω] 1. αλοιφή 2. άλειμμα, χρίσμα … Dictionary of Greek
κατάχριστος — κατάχριστος, ον (AM) [καταχρίω] αυτός που χρησιμοποιείται ως αλοιφή, για επάλειψη … Dictionary of Greek
νεοκατάχριστος — νεοκατάχριστος, ον (Α) αυτός που χρίστηκε πρόσφατα ή αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεοκαταχρίστων στεγῶν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καταχρίω] … Dictionary of Greek
προκαταχρίω — Α αλείφω πολύ ή εντελώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταχρίω «επαλείφω»] … Dictionary of Greek
ԾԵՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 1015 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. ἁλείφω, καταχρίω, ἑπιχρίω linio, oblino, obduco եւ ἁσφαλτόω bitumino. Ծեփով օծանել, պատել, բռել. թ. ... *Ծեփել զտուն, կամ զորմ, զխնդրունս: Ծեփել բռով, նաւթիւ, կպրաձիւթով,… … հայերեն բառարան (Armenian dictionary)