καταχρίω

καταχρίω
καταχρίω (Α)
1. χρίω κάτι εντελώς, επιστρώνω, επαλείφω ως αλοιφή («ἑλαίῳ καταχρίεσθαι», Φίλ.)
2. μέσ. καταχρίομαι
πασαλείβομαι, φτειασιδώνομαι, ψιμυθιώνομαι («καταχρίεσθαι τὸ πρόσωπον ὥσπερ αἱ γυναῑκες», Αρτεμίδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)-* + χρίω «επαλείφω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • καταχρίω — καταχράω make full use of pres subj act 1st sg (epic doric ionic) καταχράω make full use of pres ind act 1st sg (epic doric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κατάχρισις — κατάχρισις, ἡ (Α) [καταχρίω] επίχριση, επάλειψη, άλειμμα …   Dictionary of Greek

  • κατάχρισμα — κατάχρισμα, τό (AM) [καταχρίω] 1. αλοιφή 2. άλειμμα, χρίσμα …   Dictionary of Greek

  • κατάχριστος — κατάχριστος, ον (AM) [καταχρίω] αυτός που χρησιμοποιείται ως αλοιφή, για επάλειψη …   Dictionary of Greek

  • νεοκατάχριστος — νεοκατάχριστος, ον (Α) αυτός που χρίστηκε πρόσφατα ή αυτός που αλείφθηκε πρόσφατα («νεοκαταχρίστων στεγῶν», Διόσκ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο) * + καταχρίω] …   Dictionary of Greek

  • προκαταχρίω — Α αλείφω πολύ ή εντελώς εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + καταχρίω «επαλείφω»] …   Dictionary of Greek

  • ԾԵՓԵՄ — (եցի.) NBH 1 1015 Chronological Sequence: Early classical, 10c, 11c ն. ἁλείφω, καταχρίω, ἑπιχρίω linio, oblino, obduco եւ ἁσφαλτόω bitumino. Ծեփով օծանել, պատել, բռել. թ. ... *Ծեփել զտուն, կամ զորմ, զխնդրունս: Ծեփել բռով, նաւթիւ, կպրաձիւթով,… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”